ταρφέ'

ταρφέ'
ταρφέα , ταρφύς
thick
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
ταρφέα , ταρφύς
thick
fem nom/voc sg (epic ionic)
ταρφέα , ταρφύς
thick
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
ταρφέϊ , ταρφύς
thick
masc/neut dat sg
ταρφέϊ , ταρφύς
thick
masc/neut dat sg
ταρφέαι , ταρφύς
thick
fem nom/voc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”